- αναπάντητος
- -η, -ο (Α ἀναπάντητος, -ον) [ἀπαντώ]νεοελλ.1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσειαρχ.(για δρόμο) αυτός, στον οποίο κανείς δεν συναντά κανένα.
Dictionary of Greek. 2013.