αναπάντητος

αναπάντητος
-η, -ο (Α ἀναπάντητος, -ον) [ἀπαντώ]
νεοελλ.
1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, που έμεινε χωρίς απάντηση
2. αυτός που δεν έδωσε ή δεν μπορεί να δώσει απάντηση, που αποστομώθηκε
3. αυτός, τον οποίο δεν συνάντησε ή δεν επιθυμεί κανείς να συναντήσει
αρχ.
(για δρόμο) αυτός, στον οποίο κανείς δεν συναντά κανένα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀναπάντητος — where one meets no one masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπάντητος — η, ο 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση: Το έγγραφό μας αυτό έχει μείνει αναπάντητο. 2. αυτός που δεν έδωσε απάντηση: Της τα έψαλα για καλά, αλλά εκείνη έμεινε αναπάντητη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • αναπόκριτος — η, ο (Α ἀναπόκριτος, ον) 1. αυτός που δεν πήρε απάντηση, ο αναπάντητος 2. αυτός που δεν απάντησε …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”